- απόδρομα
- επίρρ. в стороне от дороги
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποδρομή — ἀποδρομή, η (Μ) [δρομή] η παρέκκλιση από την ευθεία οδό νεοελλ. επίρρ. απόδρομο και απόδρομα μακριά από τον δρόμο … Dictionary of Greek